- φονξιοναλιστής
- ο, θηλ. φονξιοναλίστρια, Ν [φονξιοναλισμός]οπαδός τού φονξιοναλισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φονξιοναλιστικός — ή, ό, Ν [φονξιοναλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φονξιοναλισμό («φονξιοναλιστική θεωρία») … Dictionary of Greek